Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πέσω

  • 1 было

    было
    частица στήν ἀρχή (сначала)/ παρά λίγο, παρ' ὀλίγο[ν] (едва не):
    он \было собирался выехать ήταν ἐτοιμος νά ἀναχωρήσει; чуть \было не упал παρ' ὀλίγο νά πέσω.

    Русско-новогреческий словарь > было

  • 2 остерегаться

    остерега́ться
    несов, остеречься сов φυλάγομαι, προφυλάττομαι, προσέχω / ἀποφεύγω (избегать):
    \остерегаться, чтобы не упасть φυλάγομαι νά μή πέσω· остерегаться просту́ды φυλάγομαι νά μή κρυολογήσω· остерегайтесь воров! προσέχετε τους κλέφτες!

    Русско-новогреческий словарь > остерегаться

  • 3 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 4 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

  • 5 упад

    -а (-у) α: до -а ή -у μέχρι πτώσης•

    плясать до -а χορεύω μέχρι να πέσω κάτω (από εξάντληση)•

    смеяться до -а παραλύω από τα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > упад

См. также в других словарях:

  • πέσω — πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • βραδύπεπτος — η, ο (Α βραδύπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που χωνεύεται αργά και δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πέσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω» (πρβλ. άπεπτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • πτωματίζω — ΜΑ [πτῶμα, ατος] 1. καταβάλλω, ρίχνω κάτω κάποιον 2. πέφτω ή είμαι έτοιμος να πέσω 3. (η μτχ. παθ. ενεστ.) «οἱ πτωματιζόμενοι» οι επιληπτικοί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»