πέρρυσι

  • 1πέρυσι — και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά νεοελλ. 1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» όσο περνούν τα χρόνια η… …

    Dictionary of Greek