πέροδος
1πέροδος — going round fem nom sg …
2πέροδος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. περίοδος …
3περόδοις — πέροδος going round fem dat pl …
4πέροδον — πέροδος going round fem acc sg …
5περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …