πέρνημι
61χαλκοπράτης — ὁ, Μ αυτός που πουλά χάλκινα είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) + πράτης (< πράτης «πωλητής» (< θ. πρα τού πέρνημι «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] …
62χαρτοπράτης — ὁ, ΜΑ χαρτοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πράτης (< πράτης < θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] …
63διαπεπράσεσθαι — διαπεπρά̱σεσθαι , διά πέρνημι export for sale fut inf mid (attic) …
64διαπεπράσεται — διαπεπρά̱σεται , διά πέρνημι export for sale fut ind mid 3rd sg (attic) …
65πεπράσει — πεπρά̱σει , πέρνημι export for sale fut ind mid 2nd sg (attic) …
66πεπράσεσθαι — πεπρά̱σεσθαι , πέρνημι export for sale fut inf mid (attic) …
67πεπράσεται — πεπρά̱σεται , πέρνημι export for sale fut ind mid 3rd sg (attic) …
68πεπράσομαι — πεπρά̱σομαι , πέρνημι export for sale fut ind mid 1st sg (attic) …
69πεπράσῃ — πεπρά̱σῃ , πέρνημι export for sale fut ind mid 2nd sg (attic) …
70περνάς — περνά̱ς , πέρνημι export for sale pres part act masc nom/voc sg …