πέρνημι

  • 41νεκροπέρνας — νεκροπέρνας, ὁ (Α) (για τον Αχιλλέα) αυτός που πουλά τα σώματα τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πέρνας (< πέρνημι «πουλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 42πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …

    Dictionary of Greek

  • 43παραπέρνημι — αιολ. τ. παραπέρναμι, Α [πέρνημι] πωλώ κάτι σε μειωμένη τιμή …

    Dictionary of Greek

  • 44πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …

    Dictionary of Greek

  • 45πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …

    Dictionary of Greek

  • 46περνάω — Α πουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος μεταγενέστερα από το πέρνημι, κατά τα συνηρημένα σε άω] …

    Dictionary of Greek

  • 47πιπράσκω — και ιων. τ. πιπρήσκω Α 1. (γενικά) πουλώ 2. (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) πουλώ κάτι για εξαγωγή, κάνω εξαγωγή 3. μτφ. προδίδω κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 48πολύπρατος — ον Μ αυτός που πουλιέται πολύ ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρατός (< θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ», πρβλ. πι πράσκω), πρβλ. ά πρατος] …

    Dictionary of Greek

  • 49πράσις — εως, και ιων. τ. πρῆσις, ιος, ΝΑ φρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει» (αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου… …

    Dictionary of Greek

  • 50πράτης — ὁ, Α πρατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα της] …

    Dictionary of Greek