πέπρωται
1πέπρωται — ΝΑ (ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω] …
2πέπρωται — πόρω furnish perf ind mp 3rd sg …
3πέπρωθ' — πέπρωται , πόρω furnish perf ind mp 3rd sg πέπρωτο , πόρω furnish plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
4πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… …
5пора — I пора отверстие (в коже, поверхности) . Через нем. Роrе – то же (с XVIII в.; см. Шульц–Баслер 2, 596) из лат. роrum от греч. πόρος пора, проход . II пора укр. пора время, пора, возраст , болг. пора возраст , польск. роrа случай, пора .… …
6СУДЬБА — СУДЬБА (ειμαρμένη, fatum), понятие, выражающее зависимость от обстоятельств или высших сил. Нормативный греч. термин ειμαρμένη происходит от глагола μείρομαι («получать по жребию», «получать в удел»); того же корня μέρος, μοίρα, μόρος имеющие …
7πεπρωμένος — η, ο / πεπρωμένος, η, ον, ΝΑ 1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν) το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη 3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο… …
8per-2: B. per-, perǝ- — per 2: B. per , perǝ English meaning: to carry over, bring; to go over, fare Deutsche Übersetzung: “hinũberfũhren or bringen or kommen, ũbersetzen, durchdringen, fliegen” Note: not certainly from per 2: C. to separate… …