πέπλῳ

  • 1πέπλῳ — πέπλος any woven cloth masc dat sg πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πέπλωι — πέπλῳ , πέπλος any woven cloth masc dat sg πέπλῳ , πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4κελαινιώ — κελαινιῶ, άω (Α) είμαι μαύρος, μαυρίζω («κελαινιόωντι πέπλῳ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε ιάω, για μετρικούς λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 5κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] …

    Dictionary of Greek