Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πέος

См. также в других словарях:

  • πέος — membrum uirile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… …   Dictionary of Greek

  • πέει — πέος membrum uirile neut nom/voc/acc dual (attic epic) πέεϊ , πέος membrum uirile neut dat sg (epic ionic) πέος membrum uirile neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείων — πέος membrum uirile neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέους — πέος membrum uirile neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • καυλοκοπώ — καυλοκοπῶ, έω (Μ) αποκόπτω τον καυλό, το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «πέος» + «κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ, ξυλο κοπῶ] …   Dictionary of Greek

  • καυλοτομώ — καυλοτομῶ, έω (Μ) κόβω τον καυλό, το πέος, καυλοκοπώ* («τοὺς ἐν παιδεραστίαις εὑρισκομένους καυλοτομεῑσθαι», Μαλάλ. Ι.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «πέος» + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχοτομώ, καινο τομώ] …   Dictionary of Greek

  • πεοίδης — ες, Α αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου *πεοιδῶ (< πέος + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»), πρβλ. ενοιδής < ἐνοιδῶ] …   Dictionary of Greek

  • πεώδης — ες, Α [πέος] αυτός που έχει μεγάλο πέος σε στύση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»