πένϑη

  • 1Πενθῇ — Πενθῆι , Πενθεύς masc dat sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πενθῇ — πενθέω bewail pres subj mp 2nd sg πενθέω bewail pres ind mp 2nd sg πενθέω bewail pres subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πένθη — πένθος grief neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πένθος grief neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πενθέω bewail pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πενθέω bewail imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4πενθῆι — πενθῇ , πενθέω bewail pres subj mp 2nd sg πενθῇ , πενθέω bewail pres ind mp 2nd sg πενθῇ , πενθέω bewail pres subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ετοιμοπενθής — ἑτοιμοπενθής, ές (Μ) ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] …

    Dictionary of Greek

  • 6ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… …

    Dictionary of Greek

  • 7κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …

    Dictionary of Greek

  • 8παρηγορητής — ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα 1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.) 2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτρα προσωνυμία τής… …

    Dictionary of Greek

  • 9πικρόχαρος — η, ο, Ν (ως προσωνυμία τού Χάρου) αυτός που φέρνει πίκρες, που φέρνει πένθη …

    Dictionary of Greek

  • 10Αψβούργοι — (Habsburg). Ευρωπαϊκή δυναστεία αλσατικής καταγωγής. Το όνομά της προέρχεται από το φρούριο Άμπζιχτσμπουργκ (Habsichtsburg), που έχτισε στις αρχές του 11ου αι. ο Βέρνερ, επίσκοπος του Στρασβούργου, στον ποταμό Άαρ, στα περίχωρα της Ζυρίχης. Οι Α …

    Dictionary of Greek