πέντ-αιχμος
1πένταιχμος — ον, Α αυτός που έχει πέντε αιχμές, πέντε οξείες άκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. λ. πεντα ) + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ αιχμος] …
1πένταιχμος — ον, Α αυτός που έχει πέντε αιχμές, πέντε οξείες άκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. λ. πεντα ) + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ αιχμος] …