πέντε μέτρα

  • 1πεντάμετρος — η, ο / πεντάμετρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε μέτρα ή από πέντε πόδες 2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάμετρος (ενν. στίχος) (μετρ.) στίχος αποτελούμενος από πέντε μετρικούς πόδες, δηλαδή από δύο ημιστίχια, που περιλάμβαναν το καθένα δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 2μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 3ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 4ναρβάλ — Θηλαστικό της οικογένειας των Δελφινοπτέρων, της τάξης των κητωδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Monodon monoceros. Το κύριο χαρακτηριστικό του ν. βρίσκεται στην οδοντοφυΐα του: τα νεαρά άτομα έχουν μόνο δύο δόντια στο μπροστινό μέρος της… …

    Dictionary of Greek

  • 5πεντεκαιτριακοντάμετρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τριάντα πέντε μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριανταπέντε» + μετρος (< μέτρον), πρβλ. πεντά μετρος] …

    Dictionary of Greek

  • 6φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 7Αγίου Ιωάννη Ερημίτη, σπήλαιο — Ονομασία δύο σπηλαίων στην Κρήτη. 1. Βρίσκεται στη βόρεια απότομη πλαγιά της χαράδρας Λαγκός, κοντά στο χωριό Βαρέ Αποκορώνου, στη δυτική Κρήτη, σε υψόμετρο 250 μ. Έχει αψιδωτή είσοδο, πλάτος 8 μ. και ύψος 2,6 μ. Πέντε μέτρα μετά την είσοδο… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 9κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 10Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek