πέμματος εἶδος

  • 1λειτίνος — λειτῑνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος» …

    Dictionary of Greek

  • 2σταιτήϊα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + ηϊα (πρβλ. αριστ ήια)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ορθοστάδης — ὀρθοστάδης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πέμματος» …

    Dictionary of Greek

  • 4τρίπολις — όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. όλιος Α 1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων 2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις ονομασία διαφόρων πόλεων νεοελλ. άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γη αρχ. 1. αυτός που είχε τρεις πόλεις… …

    Dictionary of Greek