πέλομαι

  • 41ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο …

    Dictionary of Greek

  • 42νεκυηπόλος — νεκυηπόλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμη πόλος. Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων] …

    Dictionary of Greek

  • 43νυκτιπόλος — νυκτιπόλος, ον (Α) 1. (ιδίως για οπαδούς τού Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια τής νύχτας 2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία τής Περσεφόνης, τής Εκάτης, τού Διονύσου και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) +… …

    Dictionary of Greek

  • 44οινοπόλος — οἰνοπόλος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με υποθέσεις οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οῑνος + πόλος (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο πόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 45οιωνοπόλος — οἰωνοπόλος, ὁ (Α) οιωνοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος, θεσμο πόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 46ομόπολος — ὁμόπολος, ον (Α) (για σφαίρες ή για κύκλους) αυτός που έχει τους ίδιους πόλους με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πολος (< πέλω / πέλομαι «διατελώ εν κινήσει, κατευθύνομαι), πρβλ. αμφί πολος] …

    Dictionary of Greek

  • 47ονειροπόλος — α, ο (Α ὀνειροπόλος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος αρχ. 1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών… …

    Dictionary of Greek

  • 48ορεοπόλος — ὀρεοπόλος και ὀρεσσιπόλος, ον (Α) αυτός που περιφέρεται ανά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο / ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι πόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 49ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] …

    Dictionary of Greek

  • 50ουρανοπολώ — οὐρανοπολῶ, έω (ΑΜ) περιπολώ στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιπολώ»), πρβλ. ονειρο πολώ] …

    Dictionary of Greek