πέλμα
1πέλμα — sole of the foot neut nom/voc/acc sg …
2πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …
3πέλμα — το 1. το κάτω μέρος του ποδιού, πατούνα, πατούσα. 2. η σόλα του παπουτσιού, το κάττυμα. 3. βάση οργάνου, μηχανήματος, κολόνας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πελμάτων — πέλμα sole of the foot neut gen pl …
5πέλμασι — πέλμα sole of the foot neut dat pl …
6πέλμασιν — πέλμα sole of the foot neut dat pl …
7πέλματα — πέλμα sole of the foot neut nom/voc/acc pl …
8πέλματι — πέλμα sole of the foot neut dat sg …
9πέλματος — πέλμα sole of the foot neut gen sg …
10ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει …