πέδον

  • 101τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 102τηλουρός — και τηλορός, όν, Α αυτός που έχει όρια τα οποία βρίσκονται μακριά, ο πολύ μακρινός («χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ουρός / ορός (< ὅρος [Ι] «όριο, τέρμα»), πρβλ. σύν ουρος / ορος (για τις μορφές τού β …

    Dictionary of Greek

  • 103υπέρπεδον — Α (κατά τον Φώτ.) «ὄρος, βουνός, ἔπαρμα γῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέδον «έδαφος»] …

    Dictionary of Greek

  • 104υψίπεδος — η, ο / ὑψίπεδος, ον, ΝΜΑ (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο τού Θιβέτ» β. «τα… …

    Dictionary of Greek

  • 105φίλανδρος — η, ο / φίλανδρος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό της β) (με κακή σημ.) αυτή που τής αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῑκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδρος ζωολ.… …

    Dictionary of Greek

  • 106φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] …

    Dictionary of Greek

  • 107φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… …

    Dictionary of Greek

  • 108χαλέπεδο — το, Ν οικόπεδο με χαλάσματα, με ερείπια οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλώ + πεδο (< πέδον), πρβλ. οικό πεδο, στρατό πεδο] …

    Dictionary of Greek

  • 109χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] …

    Dictionary of Greek

  • 110πέδ' — πέδαι , πέδη fetter fem nom/voc pl πέδᾱͅ , πέδη fetter fem dat sg (doric aeolic) πέδα , πέδον ground neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)