πάτρᾱθε
1πάτραθε — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πάτρηθε …
2πάτραθε — πάτρᾱθε , πάτρηθε from one s native land doric (indeclform adverb) …
3πάτρηθε — και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α επίρρ. 1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα 2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ.… …