πάσχω
1πάσχω — βλ. πίν. 31 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πάσχω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται το ρ. με αόριστο έπαθα. Λόγω της ειδικής έννοιας που έχει στα νέα ελληνικά (→ υποφέρω από) δεν απαντάται στον αόριστο …
2πάσχω — have pres subj act 1st sg πάσχω have pres ind act 1st sg …
3πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …
4πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πάσχετον — πάσχω have pres imperat act 2nd dual πάσχω have pres ind act 3rd dual πάσχω have pres ind act 2nd dual πάσχω have imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …
6πάσχον — πάσχω have pres part act masc voc sg πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc sg πάσχω have imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πάσχω have imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7πάσχετε — πάσχω have pres imperat act 2nd pl πάσχω have pres ind act 2nd pl πάσχω have imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8πάσχῃ — πάσχω have pres subj mp 2nd sg πάσχω have pres ind mp 2nd sg πάσχω have pres subj act 3rd sg …
9παθόν — πάσχω have aor part act masc voc sg πάσχω have aor part act neut nom/voc/acc sg …
10παθόντα — πάσχω have aor part act neut nom/voc/acc pl πάσχω have aor part act masc acc sg …