πάρφρων
1πάρφρονος — πάρφρων wandering from reason gen sg …
2παράφρονας — παράφρων, ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής 2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρων (< φρήν, φρενός)] …