πάροινος
1πάροινος — masc/fem nom sg …
2πάροινος — ον, ΜΑ μσν. ακόλαστος («πάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.) αρχ. 1. παροίνιος* 2. οινοπότης, μέθυσος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον η ιδιότητα τού παροίνου, η παροινία*. επίρρ... παροίνως Α κατά τον τρόπο τού παροίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἶνος… …
3παροίνως — πάροινος adverbial πάροινος masc/fem acc pl (doric) …
4πάροινον — πάροινος masc/fem acc sg πάροινος neut nom/voc/acc sg …
5παροίνοις — πάροινος masc/fem/neut dat pl …
6παροίνου — πάροινος masc/fem/neut gen sg …
7παροίνους — πάροινος masc/fem acc pl …
8παροίνων — πάροινος masc/fem/neut gen pl …
9πάροινοι — πάροινος masc/fem nom/voc pl …
10οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …
- 1
- 2