πάριος
1Πάριος — Paros masc nom sg Πάρος Paros masc nom sg …
2Πάριος — α, ο [Πάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια ο κάτοικος τής Πάρου, ο Παριανός 3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» επιγραφή γραμμένη στην αττική… …
3πάριος — πά̱ριος , πῆρος loss of strength neut gen sg (doric aeolic) …
4Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …
5Εύβοιος ο Πάριος — (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Έζησε την εποχή του Φιλίππου και τάχθηκε εναντίον των Αθηναίων. Έγραψε παρωδίες σε ομηρικούς εξάμετρους αλλά ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν …
6Παρίω — Πάριος Paros masc/neut nom/voc/acc dual Πάριος Paros masc/neut gen sg (doric aeolic) Πάρος Paros masc/neut nom/voc/acc dual Πάρος Paros masc/neut gen sg (doric aeolic) …
7Παρίων — Πάριος Paros fem gen pl Πάριος Paros masc/neut gen pl Πάρος Paros fem gen pl Πάρος Paros masc/neut gen pl …
8Πάριον — Πάριος Paros masc acc sg Πάριος Paros neut nom/voc/acc sg Πάρος Paros masc acc sg Πάρος Paros neut nom/voc/acc sg …
9Παρίην — Πάριος Paros fem acc sg (epic ionic) Πάρος Paros fem acc sg (epic ionic) …
10Παρίης — Πάριος Paros fem gen sg (epic ionic) Πάρος Paros fem gen sg (epic ionic) …