πάπταινε καὶ φρόντιζε

  • 1παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… …

    Dictionary of Greek