πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν

  • 1πάντως — ΝΜΑ επίρρ. με όλους τους τρόπους, εξάπαντος, σε κάθε περίπτωση, αναμφιβόλως, οπωσδήποτε (α. «εγώ πάντως πρέπει να πάω» β. «δεῑ με πάντως τὴν ἑορτήν... ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) νεοελλ. ωστόσο («μπορεί να μού μίλησες σκληρά, εγώ πάντως σέ… …

    Dictionary of Greek