πάντες δ
1πάντες — πᾶς papa masc nom/voc pl …
2Πάντες, άγιοι — Το σύνολο των αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται έτσι και η ημέρα κατά την οποία τιμάται η μνήμη τους. Η Εκκλησία όρισε ως ημέρα εορτασμού τους την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η γιορτή αυτή ανάγεται στην εποχή του Ιωάννη του… …
3Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ’ οὐ δυνάμεσθα. — βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ’ οὐ δυνάμεσθα. См. Ненасытима утроба волка, да сердце человека …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Άγιοι Πάντες — I Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, για να περιλάβει στο εορτολόγιό της και όσους διακρίθηκαν ως χριστιανοί στα χρόνια των διωγμών αλλά παρέμειναν άγνωστοι στους μεταγενέστερους, καθιέρωσε τον εορτασμό των Α.Π. την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η… …
5Άγιοι Πάντες Νέοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλαξιδίου …
6Νέοι Άγιοι Πάντες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος …
7Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …
8Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …
9Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …
10πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …