πάντα κινεῖται
91βραδυκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται αργά, ο αργοκίνητος: Στη δεξιά λωρίδα του δρόμου κινούνται μόνο τα βραδυκίνητα οχήματα. 2. μτφ., ο νωθρός: Είναι πάντα βραδυκίνητος, σαν να μην έχει τίποτα να κάνει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)