πάνεια
1Πάνεια — panic neut nom/voc/acc pl Πάνειος panic neut nom/voc/acc pl …
2πάνεια — ἡ, Α [πανός (Ι)] (κατά τον Ησύχ.) «κεχορτασμένη» …
3Πανείων — Πάνεια panic neut gen pl Πάνειος panic masc/fem/neut gen pl Πᾱνεί̱ων , Πανεῖον panic neut gen pl …
4πάνειος — εία, ον, ουδ. και πανεῑον, Α [Παν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πάνειον και Πανεῑον ο ναός τού Πανός 3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Πάνεια εορτή τού Πανός στη Δήλο …