πάμ-ψῡχος

  • 1παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …

    Dictionary of Greek

  • 2θνητόψυχος — θνητόψυχος, ον (Μ) αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, έμ ψυχος, πάμ ψυχος] …

    Dictionary of Greek