πάμπολυς
1πάμπολυς — παμπολύς masc nom sg (attic) παμπολύς masc nom sg (epic) …
2πάμπολυς — πολλη, πολη (ΑΜ πάμπολυς, πόλλη, πολυ, Α θηλ. και πάμπολλος) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα ή το μέγεθος («πάμπολυ στράτευμα», Ξεν.) νεοελλ. (ιδίως στον πληθ.) πάμπολλοι, ες, α άπειροι στον αριθμό, απειράριθμοι, αναρίθμητοι αρχ. (το… …
3πάμπολυ — παμπολύς neut nom/voc/acc sg (attic) παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) …
4παμπολύ — παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) …
5παμπόλλων — παμπολύς fem gen pl παμπολύς masc/neut gen pl …
6πάμπολυν — παμπολύς masc acc sg (attic) παμπολύς masc acc sg (epic) …
7παμπολλῶν — παμπολύς masc/neut gen pl …
8παμπολύν — παμπολύς masc acc sg (epic) …
9παμπόλλαις — παμπολύς fem dat pl …
10παμπόλλη — παμπολύς fem nom/voc sg (attic epic ionic) …