πάλμῠς
1Πάλμυς — Πάλμῡς , Πάλμυς masc acc pl Πάλμυς masc nom sg …
2πάλμυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ιπποτίωνα, ηγεμόνα της Ασκανίας, πόλης της Βιθυνίας. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και πολέμησε γενναία μαζί με τον Έκτορα. * * * πάλμυς, υδος, ὁ (ΑΜ) (ως επίθ. τού Διός) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …
3Πάλμυ — Πάλμυς masc voc sg …
4Πάλμυν — Πάλμυς masc acc sg …
5Πάλμυος — Πάλμυς masc gen sg …