πάλλαξ
1πάλλαξ — πάλλαξ, ακος, ὁ, ἡ, και πάλληξ, ὁ (Α) 1. νέος λίγο πριν από την εφηβική ηλικία 2. το θηλ. α) νέα γυναίκα β) παλλακίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «πάλληξ βούπαις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το ουσ. παλλακή* με αθέματη μορφή] …
2πάλλαξ — youth masc nom/voc sg …
3πάλλακα — πάλλαξ youth masc acc sg …
4πάλλακες — πάλλαξ youth masc nom/voc pl …
5πάλλακι — πάλλαξ youth masc dat sg …
6πάλλακος — πάλλαξ youth masc gen sg …
7πάλλαξι — πάλλαξ youth masc dat pl (epic) …
8παλλάκιον — παλλάκιον, τὸ (Α) [πάλλαξ, ακος] 1. υποκορ. τού πάλλαξ 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλλάκιον μειράκιον» …
9Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …
10Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …
- 1
- 2