πάγ-χορτος

  • 1λινόχορτος — λινόχορτος, ό, και λινόχορτον, τὸ (Α) δέσμη λίνου και χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χορτος (< χόρτος), πρβλ. λεοντό χορτος, πάγ χορτος] …

    Dictionary of Greek