ο τόρνος
1τόρνος — carpenter s tool for drawing a circle masc nom sg …
2τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …
3τόρνος — ο μηχάνημα για την κατεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ., που περιστρέφονται μπροστά σε γλύφανο του χειριστή για απόχτηση κανονικού σχήματος, σφαιρικού, ελλειψοειδούς κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τόρνοι — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc nom/voc pl …
5τόρνοις — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl …
6τόρνοισιν — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7τόρνον — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc acc sg …
8τόρνου — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc gen sg …
9τόρνῳ — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat sg …
10τορνίσκος — ὁ, Α μικρός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …