ο σπόγγος
1σπόγγος — sponge masc nom sg …
2σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …
3σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg …
5σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl …
6σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl …
7σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg …
10σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg …