ο πυροβόλο

  • 81τηλεβόλο — το, Ν 1. στρ. βαρύ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς 2. ναυτ. κοινή ονομασία καθενός από τα μεγάλα πυροβόλα πολεμικού πλοίου …

    Dictionary of Greek

  • 82τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …

    Dictionary of Greek

  • 83τοπομαχικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στην τοπομαχία 2. το ουδ. ως ουσ. το τοπομαχικό βαρύ και δυσμετακίνητο πυροβόλο μεγάλου διαμετρήματος, που τοποθετείται σε μόνιμα οχυρά και σε τέτοιες θέσεις ώστε τα πυρά του να ελέγχουν ευρύτερη κατά το δυνατόν… …

    Dictionary of Greek

  • 84τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… …

    Dictionary of Greek

  • 85τυφέκιο — και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό τού οπλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 …

    Dictionary of Greek

  • 86τόπι — το, Ν 1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι») 2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι») 3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε… …

    Dictionary of Greek

  • 87υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 88υπηρέτηση — η / ὑπηρέτησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπηρετῶ] το σύνολο τών εργασιών τού υπηρέτη, η δουλειά τού υπηρέτη νεοελλ. στρ. το σύνολο τών εργασιών που εκτελούν οι χειριζόμενοι ένα πυροβόλο ή πολυβόλο άνδρες …

    Dictionary of Greek

  • 89υποδιαμέτρημα — το, Ν ναυτ. 1. διαμέτρημα πυροβόλου μικρότερο τού κανονικού 2. φρ. «πυροβόλο υποδιαμετρήματος» (παλαιότερα) πυροβλητικός σωλήνας μικρού διαμετρήματος, τον οποίο τοποθετούσαν σε κοιλότητα πυροβόλου ή στερεωνόταν πάνω του, κατά τη διεύθυνση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 90όπλιση — η (Α ὅπλισις) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (σχετικά με πυροβόλο όπλο) η τοποθέτηση βλήματος σε θέση βολής ώστε να υπολείπεται μόνο η πίεση τής σκανδάλης για την εκπυρσοκρότηση 3. (φωτογρ.) χειρισμός… …

    Dictionary of Greek