ο πυροβόλο

  • 71ρηκτοβόλο — το, Ν στρ. παλαιός όρος που δήλωνε το πυροβόλο το οποίο έβαλλε ρηκτικές οβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήκτης (< ρήγνυμι) + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο. Η λ., στον λόγιο τ. ῥηκτοβόλον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 72ρηξίπυλο — το / ῥηξίπυλον, ΝΜ μικρό πυροβόλο που χρησιμοποιούσαν προς τα τέλη του μεσαίωνα για την ανατίναξη πυλών και τειχών νεοελλ. στρ. είδος κροτίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ρήγνυμι) + πύλη] …

    Dictionary of Greek

  • 73σιδερικό — το, Ν 1. κομμάτι ή εργαλείο από σίδερο 2. μτφ. φορητό πυροβόλο όπλο, πιστόλι, κουμπούρι 3. (ιδίως στον πληθ.) τα σιδερικά υλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από μέταλλο και, ιδίως, από σίδηρο 4. φρ. «είναι φορτωμένος… …

    Dictionary of Greek

  • 74σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …

    Dictionary of Greek

  • 75σκοπευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω] νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο 2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο 3 …

    Dictionary of Greek

  • 76σκοποβολή — και σκοποβολία, η, Ν 1. στρ. α) βολή εναντίον ορισμένου στόχου β) άσκηση στη σκόπευση με φορητό πυροβόλο όπλο 2. (αβλ.) άθλημα κατά το οποίο εκτελείται βολή εναντίον στόχων διαφόρων μορφών με τυφέκια, μικρά όπλα και κυνηγετικά όπλα ως εξάσκηση… …

    Dictionary of Greek

  • 77σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 78σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 79στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …

    Dictionary of Greek

  • 80σχοινοβόλος — ο, Ν φρ. «σχοινοβόλο πυροβόλο» ή, απλώς, «το σχοινοβόλο» ναυτ. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκσφενδόνιση, από σκάφος ή από την ξηρά, λεπτού σχοινιού, συνήθως προκειμένου για διάσωση ναυαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) +… …

    Dictionary of Greek