ο πυροβόλο

  • 61πυργίσκος — ο, ΝΜΑ μικρός πύργος, πυργίο νεοελλ. 1. μικρό διαμέρισμα τών πολεμικών πλοίων που μοιάζει με πύργο και περιλαμβάνει και προστατεύει τα πυροβόλα τού πλοίου, τα όργανα διεύθυνσης τής βολής καθώς και το προσωπικό που τά χειρίζεται 2. (σε υποβρύχιο)… …

    Dictionary of Greek

  • 62πυρεκτρίπτης — ο, Ν στενή λωρίδα από σχοινί, η οποία χρησίμευε για τη βίαιη έλξη τής ταινίας τού εκκαύματος τών παλαιών βραδυβόλων με την οποία πραγματοποιούνταν η ανάφλεξη τής πυρίτιδας και έτσι μεταδιδόταν η φωτιά στο πυροβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + εκτρίβω] …

    Dictionary of Greek

  • 63πυροβολάρχης — και πυρβολάρχης, ο, Ν διοικητής πυροβολαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + άρχης*] …

    Dictionary of Greek

  • 64πυροβολείο — το, Ν στρ. οχυρωματικό έργο από το οποίο εκτελούν βολή τα πυροβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο. Η λ., στον λόγιο τ. πυροβολεῖον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 65πυροβολομηχανικός — ο, Ν ναυτ. μηχανικός που ασχολείται με την επισκευή και την παρακολούθηση τής καλής λειτουργίας τών πυροβόλων όπλων τού πλοίου και τών εξαρτημάτων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + μηχανικός] …

    Dictionary of Greek

  • 66πυροβολοστάσιο — το, Ν 1. ο χώρος όπου τοποθετούνται ή αποτίθενται τα πυροβόλα 2. στρ. παλαιότερη ονομασία για τον όρχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. πυροβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1852… …

    Dictionary of Greek

  • 67πυροβολοστοιχία — η, Ν η κανονιοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + στοιχία (< στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξο στοιχία, κιονο στοιχία) …

    Dictionary of Greek

  • 68πυροβολώ — (I) έω, Α σπέρνω σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολώ]. (II) έω, Ν [πυροβόλος] 1. (αμτβ.) βάλλω με πυροβόλο όπλο 2. (μτβ.) κατευθύνω εναντίον κάποιου τη βολή πυροβόλου όπλου («τόν πυροβόλησε σχεδόν… …

    Dictionary of Greek

  • 69πυροβόληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η βολή με πυροβόλο όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον πληθ. πυροβολήσεις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …

    Dictionary of Greek

  • 70πυροβόλος — ο / πυροβόλος, ον, ΝΜΑ, και πυριβόλος, ον, Α νεοελλ. 1. (το ουδ, ως ουσ.) το πυροβόλο στρ. μεγάλο όπλο για τη βολή βλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν ελαφρά και μικρά βλήματα, αλλ. κανόνι 2. φρ. «πυροβόλα όπλα» στρ.… …

    Dictionary of Greek