ο πυροβόλο

  • 51μορτάρι — και μουρτάρι και μουρτάριν, το (Μ μορτάρι και μουρτάρι και μουρτάριν) 1. γουδί, κοπανιστήρι 2. πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο 2. φρ. «κτυπῶ νερόν εἰς τὸ μουρτάρι» ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortaro] …

    Dictionary of Greek

  • 52μοσκέτο — και μουσκέτο, το 1. φορητό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, κατά κανόνα εμπροσθογεμές, πρόδρομος τού τυφεκίου 2. θανατική εκτέλεση με τουφεκισμό («αυτός χρειάζεται μουσκέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheto < αρχ. ιταλ. moschetto, moschetta «βέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 53μουσκέτο — το φορητό εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο τού 16ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschetto] …

    Dictionary of Greek

  • 54ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …

    Dictionary of Greek

  • 55οβουζοβόλο — το στρ. παλαιό πυροβόλο που είχε κάννη λεία, χωρίς αυλακώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβούζιον + βόλον (βάλλω), πρβλ. ολμο βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …

    Dictionary of Greek

  • 56ομοχειρία — η ναυτ. ομάδα ανδρών που υπηρετούν και χειρίζονται ένα πυροβόλο πλοίου και διοικούνται συνήθως από υπαξιωματικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χείρ, χειρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 57πεντάσφαιρος — η, ο / πεντάσφαιρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντάσφαιρο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, τού οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε… …

    Dictionary of Greek

  • 58περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 59περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… …

    Dictionary of Greek

  • 60πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …

    Dictionary of Greek