ο πυροβόλο

  • 41κερματογέμιστρο — το παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου, που γέμιζε και έβαλλε με κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα τος + γέμιστρο (< γεμίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 42κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… …

    Dictionary of Greek

  • 43κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …

    Dictionary of Greek

  • 44κορήθριση — η ο καθαρισμός τού κοίλου τών πυροβόλων με κόρηθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορηθρίζω «καθαρίζω το πυροβόλο με κόρηθρο». Η λ. μαρτυρείται στον τ. κορήθρισις από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 45κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 46κουμπούρα — η 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος 4. φρ. «τό έσκασε κουμπούρα» α) έφυγε κρυφά β) δεν πλήρωσε το χρέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 47κωλυτήριος — α, ο (Α κωλυτήριος, ία ον) [κωλυτήρ] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν) χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση αρχ. το …

    Dictionary of Greek

  • 48λάκτισμα — το (Α λάκτισμα) [λακτίζω] χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά νεοελλ. 1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα 2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 49μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …

    Dictionary of Greek

  • 50μολυβδοβόλον — μολυβδοβόλον, τὸ (Μ) πυροβόλο όπλο, τουφέκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + βόλον (< βάλλω), πρβλ. λαγω βόλον] …

    Dictionary of Greek