ο πυροβόλο

  • 21βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 22βομβαρδίζω — 1. εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο 2. σφυροκοπώ κάτι με βόμβες 3. σφυροκοπώ συνεχώς κάποιον προφορικώς ή γραπτώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombardare + (κατάλ.) ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του… …

    Dictionary of Greek

  • 23γέμισμα — το (Μ γέμισμα) [γεμίζω] νεοελλ. 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι 3. φρ. «το γέμισμα τού φεγγαριού» η γέμιση* τού φεγγαριού 4. στρατ. η ποσότητα τής πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 24δίκαννος — ο 1. (για πυροβόλο όπλο) αυτός που έχει δύο κάννες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίκαννο όπλο με δύο κάννες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Ι. Παπάζογλου] …

    Dictionary of Greek

  • 25δελφινιέρα — η [δελφίνι] ακόντιο που ρίχνεται με μικρό πυροβόλο ή και με το χέρι εναντίον κητών και κυρίως φαλαινών …

    Dictionary of Greek

  • 26διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν …

    Dictionary of Greek

  • 27εκκαυματίζω — βάζω έκκαυμα στο πυροβόλο όπλο …

    Dictionary of Greek

  • 28εκκαυματουλκός — ο όργανο για την απόσπαση εκκαύματος από το πυροβόλο …

    Dictionary of Greek

  • 29εκπυρσοκρότηση — η 1. κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης 2. (για πυροβόλο όπλο) πυροβολισμός …

    Dictionary of Greek

  • 30ελατοφόρος — (I) ο νεοελλ. το αριστερό άλογο ζεύγους που σέρνει πυροβόλο με τον ελάτη. (II) ἐλατοφόρος, ον (Μ) (για τόπο) γεμάτος έλατα …

    Dictionary of Greek