ο πυροβόλο
111πυροβολικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυροβόλο. 2. ως ουσ., το πυροβολικό στρατιωτική μονάδα με κύριο όπλο τα πυροβόλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112πυροβολώ — πυροβόλησα, πυροβολήθηκα, πυροβολημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ρίχνω, κατευθύνω βολή εναντίον κάποιου. 2. ρίχνω με πυροβόλο όπλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113στέγαστρο — το 1. στέγη, κάλυμμα. 2. χώρος στεγασμένος, υπόστεγο: Έβαλαν το πυροβόλο κάτω από το στέγαστρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114τηλεβόλο — το βαρύ πυροβόλο που βάλλει από μακριά, κανόνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115τουφέκι — τουφέκι, το και ντουφέκι, το (λ. τουρκ.) 1. μακρύκαννο φορητό πυροβόλο όπλο. 2. πυροβολισμός του όπλου αυτού, τουφεκιά: Αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν, μήνα σε γάμο ρίχνονται… (δημ. τραγ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116τόπι — το (λ. τουρκ.) 1. μπάλα: Παίζουμε τόπι; 2. βλήμα πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο: Βάλτε φωτιά στα τόπια, κάψτε τα Γιάννενα (δημ. τραγ.). 3. Ύφασμα τυλιγμένο γύρω από ξύλινο άξονα ή άλλη ύλη: Ένα τόπι ποπλίνα. 4. δεσμίδα πεντακοσίων φύλλων… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
117υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
118υπηρέτηση — η το σύνολο των εργασιών που εκτελούν οι στρατιώτες οι οποίοι χειρίζονται πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
119όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)