ο πυροβόλο
101στρατηγική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης που, σε σχέση με τους σκοπούς του πολέμου που καθορίζει η πολιτική, αφού προσδιορίσει τους συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, διαγράφει, συντονίζει και διευθύνει τις μεγάλες… …
102ανάκρουση — η 1. η προς τα πίσω απότομη κίνηση κατά τη βολή ενός πυροβόλου: Αυτό το πυροβόλο έχει μικρή ανάκρουση. 2. η εκτέλεση μουσικού κομματιού από μια μπάντα: Στο τέλος έγινε η ανάκρουση του εθνικού ύμνου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
103βομβοβόλο — το πυροβόλο όπλο που ρίχνει βόμβες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
104κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
105μπομπάρδα — η (λ. ιταλ.) 1. πυροβόλο όπλο του μεσαίωνα. 2. είδος παλιού πολεμικού πλοίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106ντουφέκι — ντουφέκι, το και τουφέκι, το (λ. τουρκ.)μακρύκαννο φορητό πυροβόλο όπλο: Να, το σπαθί γοργάστραψε, βρόντησε το ντουφέκι (Παλαμάς) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107οβιδοβόλο — το πυροβόλο όπλο με κοντή κάννη, που ρίχνει οβίδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108ομοχειρία — η το σύνολο των αντρών που χειρίζονται πυροβόλο πολεμικού πλοίου, ομάδα πυροβολητών πολεμικού πλοίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
109πολυβόλο — το 1. αυτόματο πυροβόλο όπλο, μικρού διαμετρήματος και πυκνότατης βολής. 2. μτφ., φλύαρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
110πολύκροτο — το πυροβόλο όπλο, περίστροφο, πιστόλι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)