ο οργανισμός

  • 1οργανισμός — Έμβριο ον στα μορφολειτουργικά χαρακτηριστικά του. Κάθε ο. αποτελείται από ένα άθροισμα μερών και λειτουργιών που αλληλοσυμπληρώνονται. Με την έννοια του ο. συνδέεται και εκείνη της ζωϊκής δυναμικής με τις διάφορες όψεις της αύξησης και της… …

    Dictionary of Greek

  • 2Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών — (Organization of American States, OAS). Ιδρύθηκε με βάση τη διαμερικανική συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζαανέιρο το 1947. Μέχρι το 1992 είχαν προσχωρήσει στον O.A.K. 35 κράτη μεταξύ των οποίων: Αϊτή, Αργεντινή, Βενεζουέλα …

    Dictionary of Greek

  • 3οργανισμός — ο 1. το σύνολο των οργάνων που βοηθούν στη λειτουργία της ζωής των ζωντανών όντων: Έχει ευαίσθητο οργανισμό. – Μικροσκοπικοί οργανισμοί. – Θαλάσσιοι οργανισμοί. 2. το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάποιας υπηρεσίας: Οργανισμός… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος — Строительство новой линии Коринф Патры Организация железных дорог Греции (греч. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας) национальная железнодорожная компания Греции, обслуживающая большинство железных дорог в Греции. Организована в 1971 году, в Афинах.… …

    Википедия

  • 5αυτότροφος οργανισμός — Οργανισμός που δεν του χρειάζεται να παίρνει οργανικά συστατικά από εξωτερικές πηγές, επειδή μπορεί να κατασκευάζει τα απαραίτητα γι’ αυτόν οργανικά συστατικά από ανόργανα υλικά. Τα περισσότερα φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη είναι α.ο. Τα φυτά… …

    Dictionary of Greek

  • 6Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών — Βλ. λ. OHE …

    Dictionary of Greek

  • 7Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης — Βλ. λ. ΟΟΣΑ …

    Dictionary of Greek

  • 8Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού — (EOT). Αυτοτελές πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Συστήθηκε με το διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1929, αλλά καταργήθηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ίδρυσε αυτόνομο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επανασυστάθηκε το 1950, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 9ευκαρυωτικός οργανισμός — Ο οργανισμός του οποίου τα κύτταρα παρουσιάζουν την οργάνωση και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά στους ανώτερους οργανισμούς. Ειδικότερα, ένα ευκαρυωτικό κύτταρο πρέπει να παρουσιάζει πυρήνα ο οποίος να περικλείεται από διπλή… …

    Dictionary of Greek

  • 10γονοχωριστικός οργανισμός — Είδος που περιλαμβάνει άτομα με διακριτές αρσενικές και θηλυκές γονάδες …

    Dictionary of Greek