ο καλλωπισμός
1καλλωπισμός — adorning oneself masc nom sg …
2καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …
3καλλωπισμός — ο στολισμός, διακόσμηση: Το σπίτι αυτό έχει θαυμάσιο εσωτερικό καλλωπισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… …
5καλλωπισμοῖς — καλλωπισμός adorning oneself masc dat pl …
6καλλωπισμοί — καλλωπισμός adorning oneself masc nom/voc pl …
7καλλωπισμοῦ — καλλωπισμός adorning oneself masc gen sg …
8καλλωπισμούς — καλλωπισμός adorning oneself masc acc pl …
9καλλωπισμῶν — καλλωπισμός adorning oneself masc gen pl …
10καλλωπισμῷ — καλλωπισμός adorning oneself masc dat sg …