ο καλλωπισμός

  • 21θρύψη — η (Α θρύψις, εως) [θρύπτω] 1. συντριβή, τσάκισμα 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα αρχ. 1. (για αέρα) το σκόρπισμα 2. ασέλγεια, ασωτία 3. καλλωπισμός …

    Dictionary of Greek

  • 22κοκεταρία — η 1. το γνώρισμα τού κοκέτη ή τής κοκέτας, φιλαρέσκεια, επιδεικτικός καλλωπισμός 2. ροπή προς τον έρωτα, ερωτοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquetterie < ρ. coqueter «κοκορεύομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 23κομπολακύθης — και κομπολάκυθος, ὁ (Α) (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) μεγάλος κομπαστής, κομπορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λάκυθος, ἡ «καλλωπισμός τού λόγου»] …

    Dictionary of Greek

  • 24κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …

    Dictionary of Greek

  • 25λαρυγγισμός — ο (Α λαρυγγισμός) [λαρυγγίζω] νεοελλ. 1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο τού στόματος 2. καλλωπισμός τού άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν 3. το κελάηδημα μερικών πτηνών… …

    Dictionary of Greek

  • 26λουσάρισμα — το [λουσαρίζω] καλλωπισμός …

    Dictionary of Greek

  • 27λούσο — το 1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως τής ενδυμασίας 2. πολυτέλεια 3. φρ. «άσ τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»] …

    Dictionary of Greek

  • 28νίψιμο — το (Μ νίψιμον) νεοελλ. πλύσιμο τού προσώπου και τών χεριών με νερό μσν. 1. νερό για πλύσιμο προσώπου και χεριών 2. καλλωπισμός προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω, πρβλ. αόρ. ἔ νιψ α, + κατάλ. ιμο] …

    Dictionary of Greek

  • 29νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 30παραφυκισμός — ὁ, Α ο καλλωπισμός τού προσώπου με το ψιμύθιο φύκος*, η ψιμυθίωση, το φκειασίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φυκίζω (< φῦκος)] …

    Dictionary of Greek