ο εφοδιασμός

  • 31σιτοπομπ(ε)ία — ἡ, Α [σιτοπομπός] 1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία 2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι …

    Dictionary of Greek

  • 32υδροπαροχία — ἡ, Α [ὑδροπάροχος] εφοδιασμός με πόσιμο νερό …

    Dictionary of Greek

  • 33χρηματοδότηση — η, Ν [χρηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρηματοδοτώ 2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια …

    Dictionary of Greek

  • 34όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… …

    Dictionary of Greek

  • 35όπλιση — η (Α ὅπλισις) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (σχετικά με πυροβόλο όπλο) η τοποθέτηση βλήματος σε θέση βολής ώστε να υπολείπεται μόνο η πίεση τής σκανδάλης για την εκπυρσοκρότηση 3. (φωτογρ.) χειρισμός… …

    Dictionary of Greek

  • 36αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 37Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …

    Dictionary of Greek

  • 38Μινεάπολις — (Minneapolis). Πόλη (382.618 κάτ. το 2001) των βόρειων ΗΠΑ, στην πολιτεία Μινεσότα (218.600 τ. χλμ., 4.972.294 κάτ. το 2001), της οποίας αποτελεί το σημαντικότερο κέντρο. Η Μ. ιδρύθηκε γύρω στο 1847 στη δεξιά όχθη του ποταμού Μισισιπή, στο σημείο …

    Dictionary of Greek

  • 39Νοβοσιμπίρσκ — (Novosibirsk). Πόλη (1.395.500 κάτ. το 2003) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (178.200 τ. χλμ., 2.671.700 κάτ. το 2003). Βρίσκεται στο νοτιοκεντρικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας, στις δυο όχθες του ποταμού Ομπ, 2.800 χλμ. στα Α της… …

    Dictionary of Greek

  • 40Ντάρλινγκτον — (Darlington). Πόλη (85.396 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Ντάραμ (2.232 τ. χλμ., 506.100 κάτ. το 2001). Βρίσκεται επί του ποταμού Σκερν, κοντά στη συμβολή του με τον Τιζ. Γνωστή ήδη από τον Μεσαίωνα για τα εργαστήρια υφαντουργίας και… …

    Dictionary of Greek