ο εφοδιασμός

  • 11εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων …

    Dictionary of Greek

  • 12εξαρτία — η και εξαρτισμός, ο (AM έξαρτία) [άρτιος] 1. (για πλοίο) η αρματωσιά 2. προπαρασκευή, εφοδιασμός με τα απαραίτητα όργανα νεοελλ. 1. το σύνολο τών ιστών και τών κεραιών τού πλοίου, καθώς και τών κάθε είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 13εξαρτισμός — ο (AM ἐξαρτισμός) [εξαρτίζω] νεοελλ. 1. το σύνολο τών σκευών που χρειάζονται στο πλοίο για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του 2. το σύνολο τών σχοινιών τού πλοίου 3. συνεκδ. οι κεραίες και οι ιστοί τού πλοίου, κν. η αρματωσιά αρχ. (κυρ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 14επίπλωση — η 1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα 2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους («πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 15επισιτισμός — ο (AM ἐπισιτισμός) [επισιτίζω] εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός τού στρατού») αρχ. αποθήκευση τροφίμων …

    Dictionary of Greek

  • 16ετοιμασία — η (ΑΜ ἑτοιμασία) [ετοιμάζω] προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες») αρχ. μσν. 1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ. β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 17ευθένεια — εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) [ευθενής] αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.) αρχ. 1. προμήθεια, εφοδιασμός 2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία 3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» επιμελητής που φροντίζει για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 18ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») …

    Dictionary of Greek

  • 19κατάλυμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελάτειας. * * * το (AM κατάλυμα) [καταλύω] στεγασμένος χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει προσωρινά, σταθμός… …

    Dictionary of Greek

  • 20κουμπάνια — η 1. τα αποθηκευόμενα τρόφιμα στα πλοία για το ταξίδι 2. εφοδιασμός με τρόφιμα, προμήθεια τών αναγκαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagna] …

    Dictionary of Greek