ο ένας στον

  • 31πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… …

    Dictionary of Greek

  • 32συνεργασία — η, ΝΑ [συνεργάζομαι] νεοελλ. 1. κοινή εργασία, συμμετοχή δύο ή περισσότερων ατόμων σε μια ενέργεια ή σε ένα έργο 2. η προσφερόμενη από συνεργάτη εργασία («η συνεργασία του στο περιοδικό συνεχίστηκε και ήταν σημαντική») 3. (κοινων.) μορφή… …

    Dictionary of Greek

  • 33χιονοπόλεμος — ο, Ν παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες ρίχνουν χιονόμπαλες ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 34ωδός — (I) ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι). (II) ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός) 1. αοιδός 2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἀοιδός* (< ἀείδω «τραγουδώ»)] …

    Dictionary of Greek

  • 35μιλιέμαι — μιλιέμαι, μιλήθηκα, μιλημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: μιλιέμαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημασία → (για γλώσσα) χρησιμοποιούμαι, π.χ. τα γαλλικά μιλιούνται ακόμα στις παλιές αποικίες, και με έννοια αλληλοπάθειας, π.χ. δε… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 36διαχυτικότητα — η η ιδιότητα του διαχυτικού: Αγαπιούνται και φέρονται πάντα με διαχυτικότητα ο ένας στον άλλο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 37κομφετί — κομφετί, το και κονφετί, το (λ. γαλλ. ή ιταλ.), άκλ., μικρά στρογγυλά τεμάχια έγχρωμου χαρτιού που τα πετούν ο ένας στον άλλο όσοι διασκεδάζουν κατά τις ημέρες της Αποκριάς …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 38απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …

    Dictionary of Greek

  • 39απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …

    Dictionary of Greek

  • 40Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …

    Dictionary of Greek