ο ένας στον

  • 21Άβυδος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας Αιγύπτου, 130 χλμ. Ν του Ασιούτ, στην αριστερή όχθη του Νείλου. Ταφικό κέντρο συνδεδεμένο με τη λατρεία του Όσιρη, θεού του ήλιου και των νεκρών, ήταν ένας από τους πιο προνομιούχους τόπους ταφής,… …

    Dictionary of Greek

  • 22αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …

    Dictionary of Greek

  • 23δίμιτη περιέλιξη — Πηνίο που δημιουργείται αν περιτυλίξουμε έναν συρμάτινο αγωγό με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε σημείο του πηνίου να υπάρχουν δύο αγωγοί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, τους οποίους διαρρέουν δύο αντίθετα ρεύματα. Η δ.π. δεν παρουσιάζει αυτεπαγωγή,… …

    Dictionary of Greek

  • 24αλληλόχρεος — ον (Α ἀλληλόχρεος) ο συνδεδεμένος με αμοιβαία χρήση πράγματος 2. ο υφιστάμενος με σχέση αμοιβαίου χρέους 3. στον πληθ. αλληλόχρεοι αυτοί που χρωστούν ο ένας στον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + χρέος] …

    Dictionary of Greek

  • 25ανθοπόλεμος — ο πόλεμος με άνθη, στον οποίο οι αντίπαλοι ρίχνουν ο ένας στον άλλον λουλούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 26κομφετί — και κονφετί, το συν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετί μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. τού confetto] …

    Dictionary of Greek

  • 27μπαμπαδέλι — το συν. στον πληθ. τα μπαμπαδέλια ναυτ. δύο κυλινδρικοί σιδερένιοι κιονίσκοι που βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλο πάνω στο πρόστεγο ή στο επίστεγο τού πλοίου και χρησιμεύουν για την πρόσδεση πάνω σε αυτούς τών σχοινιών τής ρυμουλκίας, αλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28αλληλοκαταγγελία — η [αλληλοκαταγέλλομαι] αμοιβαία καταγγελία, το να κάνει μήνυση ο ένας στον άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 29ανταγωνισμός — (Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων… …

    Dictionary of Greek

  • 30βαλλαχράδαι — βαλλαχράδαι, οι (Α) (σκωπτική επωνυμία των νέων στο Άργος) αυτοί που πετούν άγρια αχλάδια ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλλω + αχράς «το αχλάδι, η αχλαδιά»] …

    Dictionary of Greek