ο ένας με τον

  • 81νόρια — η ανυψωτικό μηχάνημα το οποίο χρησιμεύει στην άντληση νερού και αποτελείται από σειρά κάδων οι οποίοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο και βυθίζονται διαδοχικά στο νερό, ενώ ανασύρονται με τη βοήθεια κλειστής αλυσίδας που περιστρέφεται γύρω από δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 82τρανσ- — Ν χημ. α) (στη στερεοχημεία) πρόθημα που υποδηλώνει την περίπτωση ενός γεωμετρικού ισομερούς ή διαστερεοϊσομερούς, στο μόριο τού οποίου δύο όμοιοι υποκαταστάτες είναι απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον β) (στην οργανική χημεία) πρόθημα που… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ακτορίωνες — Μυθολογικά πρόσωπα. Οι δίδυμοι Εύρυτος και Κτέατος, γιοι του Άκτορα και της Μολιόνης ή του Ποσειδώνα και της Μολιόνης. Γεννήθηκαν σε ασημένιο αβγό και ήταν κολλημένοι ο ένας με τον άλλο. Στην Ιλιάδα, ο Νέστορας διηγείται τους άθλους τους,… …

    Dictionary of Greek

  • 84Αρριανός — (5ος αι. μ.Χ.). Αστρονόμος που έγραψε για τους κομήτες και τους μετεωρίτες και παρατήρησε πρώτος ότι οι κομήτες εμφανίζονται διπλοί (σε μικρή απόσταση o ένας από τον άλλον). Τα έργα του δεν διασώθηκαν …

    Dictionary of Greek

  • 85Άχαντ Χαάμ — (Ρωσία 1856 – Παλαιστίνη 1927). Ψευδώνυμο (που σημαίνει στα εβραϊκά ένας από τον λαό) του εβραίου σιωνιστή ηγέτη Άσερ Γκίντζμπεργκ. Πρέσβευε ότι ο σιωνισμός δεν είναι πολιτικό ρεύμα, αλλά πνευματική και ηθική δύναμη, που μπορεί να ακτινοβολεί και …

    Dictionary of Greek

  • 86Μοριάκ, Φρανσουά — (Francois Mauriac, Μπορντό 1885 – Παρίσι 1970). Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Μπαρές υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την πρώτη ποιητική συλλογή του (1909), και το 1913 άρχισε τη μεγάλη αφηγηματική παραγωγή… …

    Dictionary of Greek

  • 87πυκνός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλή ύλη, πηχτός, σφιχτός, κρουστός. Πυκνός πληθυσμός. – Πυκνό ύφασμα. 2. μτφ., αδιαπέραστος: Πυκνό σκοτάδι. 3. ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος: Πυκνές ερωτήσεις. 4. πλούσιος, άφθονος, δασύς: Πυκνά φρύδια. – (μτφ.)… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 88Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …

    Dictionary of Greek

  • 89απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …

    Dictionary of Greek

  • 90Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… …

    Dictionary of Greek