ο ένας με τον

  • 71ινδική φυλή — Σύνολο ατόμων ευρωποειδούς τύπου, ιδιαίτερα διαδεδομένη από το Αφγανιστάν έως τις νότιες ζώνες της Ινδικής χερσονήσου, με μεγάλη ποικιλία τύπων κατά περιοχές. Η ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία της περιοχής και… …

    Dictionary of Greek

  • 72Τόμσον, σερ Τζορτζ Πέιτζετ — (Thomson, Κέμπριτζ 1892 – 1971). Άγγλος φυσικός. Γιος του Τζόζεφ, έγινε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Αμπερντίν (1922) και μετά στο Imperial College του Λονδίνου (1930). Το 1937 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική, μαζί με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 73αλληλογονία — η (Α ἀλληλογονία) το να γίνεται, να γεννιέται αμοιβαία ο ένας από τον άλλον («ἐξ ἀλληλογονίας αἰ ψυχαὶ γίνονται», Γρηγ. Νύσσης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + γονία < γόνος*] …

    Dictionary of Greek

  • 74αλληλοφυείς — ἀλληλοφυεῖς, ῆ (Α) αυτοί που φύονται ο ένας από τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τ. *ἀλληλοφυής < ἀλληλο * + φυής, πιθ. < ουδ. φύος < φύομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 75απανωτός — ή, ό ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος …

    Dictionary of Greek

  • 76εναντιομορφία — η 1. η ιδιότητα δύο εναντιόμορφων σωμάτων 2. (ορυκτ.) το φαινόμενο που παρουσιάζουν οι εναντιόμορφοι κρύσταλλοι, κατά το οποίο δύο τέτοιοι κρύσταλλοι συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλο όπως ένα αντικείμενο προς το είδωλό του μέσα σε καθρέφτη,… …

    Dictionary of Greek

  • 77ενθορυβώ — ἐνθορυβῶ, έω (Μ) θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῡτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» ένας ποντικός τόν ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 78επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες …

    Dictionary of Greek

  • 79καταποδιαστός — ή, ό 1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω 2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»). επίρρ... καταποδιαστά 1. χωρίς σταμάτημα 2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 80κιονοστοιχία — η σειρά ισομεγέθων κιόνων που απέχουν εξίσου ο ένας από τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + στοιχία (< στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξο στοιχία, δεντρο στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Σχινά και… …

    Dictionary of Greek