ο ένας με τον

  • 101Ωορύφας, Νικήτας — Ένας από τους σπουδαιότερους ναυάρχους του Βυζαντίου. Έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι., επί Βασίλειου του A’, όταν ανέλαβε την ανώτατη αρχηγία του στόλου ως δρουγγάριος πλωίμων. Η μεγάλη προσφορά του Ω. στο Βυζάντιο έγκειται στους… …

    Dictionary of Greek

  • 102άναντα — Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των …

    Dictionary of Greek

  • 103γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… …

    Dictionary of Greek

  • 104Πολύιδος — Ένας από τους κυριότερους διθυραμβοποιούς του 4ου αι. π.Χ., που καταγόταν από τη Σηλυβρία της Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Π. είχε γνώσεις ζωγραφικής και μουσικής. Ο Αριστοτέλης, για να δηλώσει την πολλαπλή απασχόλησή του, τον ονομάζει… …

    Dictionary of Greek

  • 105Σούτσας, Παντελής — Ένας από τους πρώτους Έλληνες ηθοποιούς (1818 1875). Τυπογράφος στο επάγγελμα, διάβασε τον Ιβανόη του Ουόλτερ Σκοτ και θέλησε να τον δραματοποιήσει. Από την απόφαση του αυτή ξεκινά η στροφή του προς το θέατρο, που τον οδήγησε στη συγκρότηση… …

    Dictionary of Greek

  • 106Χείλων ή Χίλων — Ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Λακεδαιμόνιος, γιος του Δαμάγητου. Ήκμασε στην 56η Ολυμπιάδα (556 π.Χ.). Ο Διογένης Λαέρτιος αποδίδει στον X. τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας με τον θεσμό των εφόρων. Έγινε διάσημος για τη… …

    Dictionary of Greek

  • 107αμφίβραχυς — Ένας από τους πόδες της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής μετρικής. Κατά την αρχαιότητα o πους αυτός ήταν τετράχρονος, τον αποτελούσαν δηλαδή τρεις συλλαβές από τις οποίες μόνο η μεσαία ήταν μακρά (ίση με δύο βραχείες). Στη σύγχρονη… …

    Dictionary of Greek

  • 108Άφιδνος — Ένας από τους μυθολογικούς ήρωες της Αττικής, επώνυμος της πόλης των Αφιδνών. Ο Θησέας, εμπιστεύτηκε στον Ά. την Ελένη, όταν μαζί με τον Πειρίθο κατέβηκε στον Άδη για την αρπαγή της Περσεφόνης. Όταν οι Διόσκουροι κυρίευσαν την πόλη, ο Ά.… …

    Dictionary of Greek

  • 109βόρεια φυλή — Τον όρο β.φ. (nordic) χρησιμοποίησε πρώτος ο ανθρωπολόγος Ντένικερ για να χαρακτηρίσει τον ανθρώπινο τύπο που διακρίνεται για το στενό του κρανίο (δολιχοκέφαλο) και το ανοιχτό χρώμα του και είναι διαδεδομένος ιδιαίτερα στις χώρες της βόρειας… …

    Dictionary of Greek

  • 110Ευρυπωντίδες — Ένας από τους δύο μεγάλους βασιλικούς οίκους της Σπάρτης, που ονομάστηκε έτσι από τον Ευρυπώντα (βλ. λ.), έκτο απόγονο του Ηρακλή. Οι Ε., όπως και οι Αγιάδες, βασίλευαν χωρίς διακοπή στη Σπάρτη έως τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., οπότε η εξουσία πέρασε …

    Dictionary of Greek